βοηθήματος

βοηθήματος
βοήθημα
resource
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποδελτίωση — η η καταγραφή σε δελτία χρήσιμων πληροφοριών για ορισμένο θέμα: Τελείωσα την αποδελτίωση του κυριότερου, για το θέμα μου, βοηθήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοηθηματούχος — α, ο ο αποδέκτης βοηθήματος: Οι βοηθηματούχοι ενισχύονται από τα ασφαλιστικά ταμεία με διάφορα επιδόματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”